- κακοφατις
- κακόφατιςκᾰκό-φᾰτις-ῐδος adj. f пророчащий беду, зловещий
(βοά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βοά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακόφατις — κακόφατις, ἡ (Α) αυτή που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνη («κακόφατις βοά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φάτις «φήμη, διάδοση» < θ. φă τού φημί*] … Dictionary of Greek
κακοφάτιδα — κακόφατις ill sounding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek